-
1 τόσος
η, ο αντων.1) такой (по величине, количеству, степени);τόσ κόσμος! — столько народу!;
έννοιωσα τόση χαρά! — я почувствовал такую радость!;
είναι τόσος — он вот такой (по величине);
τόσος δα — очень маленький;
μου 'δώσε τόσο δα γλυκό — он дал мне вот столечко варенья;
μιά γυναίκα τόση δα — очень маленькая женщина;
πέρασε τόσα — он так много пережил;
τόσа καί τόσα επαθε και μυαλό δεν έβαλε — он столько прожил, а ума не нажил;
2) (после числ.) с небольшим;κέρδισε τρείς χιλιάδες τόσες δραχμές — он выиграл три тысячи драхм с небольшим;
στα πενήντα τόσα — где-то в пятидесятых годах;
§ τόσος μόνο — такой маленький;
τόσος καί τόσος — очень много;
ως τόσον — однако;
τόσ... ώστε... — такой..., что...; — столько..., что...;
τόσа ξέρεις τόσα λες — что с тебя (глупого) взять;
τόσа πού σού φεύγει το καφάσι — до чёрта
-
2 βόλεί
(αόρ. (ε)βόλεσε) αμετ.1) τριτοπρόσ. устраивает, подходит; соответствует;αυτό μού βόλεί — это мне подходит, это меня устраивает;
δε μού βόλεί το σπίτι — этот дом мне не подходит;
2) απρόσ. возможно, можно; удобно;σού βόλεί να 'ρθείς σε μας το βράδι; — может, ты зайдёшь к нам вечером?;
είναι τόσος κόσμος πού δεν βόλεί να περάσει κουνούπι — так много народа, что невозможно протиснуться
См. также в других словарях:
τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek